- ευσυνδεξίαστος
- εὐσυνδεξίαστος, -ον (Α)πιστός στην εκτέλεση ανειλημμένης εγγυήσεως που ανέλαβε.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐσυνδεξιάστους — εὐσυνδεξίαστος loyal to pledges given masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)